γγίζω
Смотреть что такое "γγίζω" в других словарях:
(α)γγίζω — άγγιξα, (α)γγίχτηκα, (α)γγιγμένος 1. εγγίζω, ακουμπώ: Τον άγγιξε ελαφριά και ξύπνησε. 2. ενοχλώ, στενοχωρώ: Τ άστοχα λόγια του τον άγγιξαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγγιχτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άψαυστος 2. ακέραιος 3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος 4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ’γγίζω ή < αγγίζω, όπου… … Dictionary of Greek
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek